πρωτονεφρίδιο

πρωτονεφρίδιο
το, Ν
βιολ. εκκριτικό όργανο τών τριπλοβλαστικών ακοιλωματικών ζώων που καταλήγει σε τυφλά σωληνοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protonephridium (< πρωτ[ο]-* + νεφρίδιο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτονεφριδιακός — ή, ό, Ν [πρωτονεφρίδιο] φρ. «πρωτονεφριδιακό σύστημα» το απεκκριτικό σύστημα σε μερικά απλά ασπόνδυλα, λ.χ. στους πλατυέλμινθες, στους νηματώδεις και στα τροχόζωα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”